ΔΝΤ: Και τώρα τι θα κάνουμε χωρίς βαρβάρους;

Η ανακοίνωση από τον πρωθυπουργό Κυρ. Μητσοτάκη μετά τη συνάντησή του με τη νέα επικεφαλής του ΔΝΤ, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, για το κλείσιμο του γραφείου του ΔΝΤ στην Αθήνα έχει έναν προφανή συμβολικό χαρακτήρα: να σηματοδοτήσει το τέλος μιας εποχής. Το γραφείο άνοιξε το 2010 και στο συλλογικό θυμικό είναι συνυφασμένο με την Ελλάδα των μνημονίων. Οπως δε και σε άλλες χώρες όπου ενεπλάκη, η παρουσία των στελεχών του ΔΝΤ στη χώρα μας (ανεξαρτήτως ατόμων ή προσωπικοτήτων) ήταν έντονα αρνητικά φορτισμένη.

Φυσικά το ΔΝΤ δεν «αποχωρεί» από την Ελλάδα, κατ’ αρχάς γιατί παραμένει ακόμη δανειστής της. Ακόμα όμως και μετά την πρόωρη αποπληρωμή των υπόλοιπων δανείων, τα στελέχη του Ταμείου θα επισκέπτονται τακτικά τη χώρα μας στο πλαίσιο της περιοδικής αξιολόγησης των οικονομιών των χωρών-μελών του ΔΝΤ (Article IV consultation). Τα αποτελέσματα αυτής της αξιολόγησης έχουν πολιτική βαρύτητα (όπως με την έκθεση του Φεβρουαρίου 2009 για τη μη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού, που αγνοήθηκε) και παρακολουθούνται από τις αγορές.

Η ανακοίνωση του πρωθυπουργού είναι, όμως, μια καλή ευκαιρία για αποτίμηση του ρόλου του ΔΝΤ στην κρίση. Κατ’ αρχάς, να θυμίσουμε ότι η συμμετοχή του στο πρόγραμμα επιβλήθηκε από τη Γερμανίδα καγκελάριο, παρά την έντονη διαφωνία των υπόλοιπων Ευρωπαίων, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ, ακόμα και του Γερμανού υπουργού Οικονομικών. Ηταν απόδειξη της αδυναμίας και της έλλειψης τεχνογνωσίας των ευρωπαϊκών θεσμών μπροστά σε μια πρωτόγνωρη κρίση, αλλά και της πολιτικής ανάγκης η καγκελάριος να φανεί σκληρή προς την Ελλάδα. Στη συνέχεια, το ΔΝΤ συμμετείχε στα προγράμματα όλων των υπόλοιπων χωρών.

Στην αποτίμηση, υπάρχουν θετικά και αρνητικά. Στα θετικά, πρέπει να σημειωθεί η πιο ρεαλιστική στάση του Ταμείου σε σχέση με την Ε.Ε. στον σχεδιασμό του πρώτου προγράμματος. Με την Επιτροπή να πιέζεται πολιτικά από το Eurogroup για μια όσο το δυνατόν συντομότερη περίοδο προσαρμογής για την Ελλάδα, το Ταμείο βοήθησε να συμφωνηθεί τελικά 5ετής περίοδος (έως το 2014) για να μειωθεί το έλλειμμα κάτω του 3%. Στα θετικά είναι και η στάση του απέναντι στο χρέος: Το Ταμείο έθετε από νωρίς το ζήτημα της αναδιάρθρωσης (μετά, βέβαια, την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, όχι πριν), απέναντι σε μια διστακτική Επιτροπή και μια απόλυτα αρνητική ΕΚΤ.

Στα αρνητικά συγκαταλέγεται μια συχνά ιδεοληπτική εμμονή στην προώθηση συγκεκριμένων μέτρων μεταρρυθμίσεων, με αμφίβολο οικονομικό αποτέλεσμα. Η έμφαση, για παράδειγμα, πρωταρχικά στην αγορά εργασίας και λιγότερο στο άνοιγμα της αγοράς προϊόντων και υπηρεσιών μείωσε τους ονομαστικούς μισθούς στον ιδιωτικό τομέα (με θετικό αντίκτυπο στη διεθνή ανταγωνιστικότητα), αλλά όχι τις τιμές, μειώνοντας έτσι τους πραγματικούς μισθούς και την αγοραστική δύναμη και βαθαίνοντας την (σε σημαντικό βαθμό αναπόφευκτη) ύφεση.

Το ΔΝΤ επίσης χρεώνεται σημαντική αποτυχία στις προβλέψεις των μεγεθών της οικονομίας. Είναι η γνωστή κριτική για τους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές (τον βαθμό μείωσης του ΑΕΠ από τα περιοριστικά μέτρα) την οποία έχει αποδεχθεί το Ταμείο. Αλλά προσοχή: πιο ρεαλιστικοί πολλαπλασιαστές θα οδηγούσαν σε περισσότερη, όχι λιγότερη, λιτότητα. Η περίοδος προσαρμογής και τα αναγκαία δημοσιονομικά μέτρα ήταν απόρροια των χρημάτων που οι πιστωτές ήταν διατεθειμένοι να βάλουν στο τραπέζι για να παραμείνει η Ελλάδα εκτός διεθνών αγορών.

Το ΔΝΤ είχε πάντα μια δύσκολη σχέση με την υπόλοιπη τρόικα. Ο τότε επικεφαλής του άλλαξε το καταστατικό του ΔΝΤ, ώστε να μπορέσει να δανείσει στην Ελλάδα ποσό 30 φορές μεγαλύτερο από την ελληνική συμβολή στο κεφάλαιο του Ταμείου. Μπήκε στο πρόγραμμα παρότι δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει δύο παραδοσιακά εργαλεία προσαρμογής: αλλαγή της συναλλαγματικής ισοτιμίας για την απορρόφηση μέρους των κραδασμών της επώδυνης προσαρμογής· και αναδιάρθρωση του χρέους. Οσο, δε, περνούσε ο χρόνος, το ΔΝΤ συστηματικά διαχώριζε τη θέση του από τους άλλους θεσμούς σε πολλά θέματα· αποτέλεσμα: η τελευταία χρηματοδότηση ήταν το 2014, ενώ δεν συμμετείχε στο τρίτο πρόγραμμα.

Πέρα από τη χρηματοδότηση, το Ταμείο και τα στελέχη του έχουν συνδράμει τη χώρα μας με εκθέσεις και τεχνική βοήθεια σε ζητήματα δημόσιων οικονομικών. Οι εκθέσεις, για παράδειγμα, του 2005 στην τότε κυβέρνηση για τη μεταρρύθμιση του συστήματος δαπανών και εσόδων δυστυχώς αγνοήθηκαν αντί να αξιοποιηθούν, με τα γνωστά αποτελέσματα. Αντιθέτως, η τεχνική βοήθεια τα χρόνια των μνημονίων (αρχής γενομένης το 2010) βοήθησαν σημαντικά όλες τις κυβερνήσεις στον εκσυγχρονισμό του συστήματος κρατικού προϋπολογισμού.

Ολες οι κυβερνήσεις είχαν μια περίπλοκη σχέση με το Ταμείο, που συχνά αντανακλούσε την αρνητική στάση της κοινής γνώμης. Κάποιες φορές το χρησιμοποίησαν για να πετύχουν αποτελέσματα απέναντι στη στάση άλλων μελών της τρόικας· πιο συχνά, όμως, προτιμούσαν να συνταχθούν με τους Ευρωπαίους, ακόμα και σε θέματα όπως η περαιτέρω απομείωση του επίσημου χρέους ή η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, όπου η θέση του ΔΝΤ ήταν πιο κοντά στα ελληνικά συμφέροντα. Ο λόγος: οι βασικοί πιστωτές μας είναι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και ο ρόλος του ΔΝΤ στην Ευρωζώνη έχει πλέον υποχωρήσει σημαντικά.

Και τώρα τι θα κάνουμε χωρίς βαρβάρους; Οπως λέει και ο Καβάφης, «Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις». Πέρα από τη δαιμονοποίηση, το ΔΝΤ διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο για την αποτροπή της απόλυτης καταστροφής, αλλά και για την προώθηση αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που θα έπρεπε να είχαν υιοθετήσει ελληνικές κυβερνήσεις πολύ νωρίτερα. Με το σταθεροποιητικό μέρος της προσπάθειας να έχει ολοκληρωθεί (παρά το τεράστιο κόστος), το αιτούμενο ενός ελληνικού σχεδίου πρωτοβουλιών ριζικού μετασχηματισμού του κράτους και της οικονομίας παραμένει σήμερα πάντα επίκαιρο.

* Ο κ. Γ. Παπακωνσταντίνου είναι πρώην υπουργός, συγγραφέας του βιβλίου «Game over: Η αλήθεια για την κρίση», εκδ. Παπαδόπουλος.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *