Ριζική αλλαγή πολιτικής για να έρθουν περισσότερες επενδύσεις

Ριζική αλλαγή πολιτικής για να έρθουν περισσότερες επενδύσεις 1

Το τρίτο μνημόνιο εξέπνευσε. Η ώρα του απολογισμού έχει έρθει έπειτα από μια περιπετειώδη πολυετή πορεία προσαρμογής, με στοιχεία ακραίας υπερφορολόγησης και υψηλής ανεργίας. Εχοντας βιώσει μνημειώδεις αναταράξεις, καθυστερήσεις, κωλυσιεργίες και αβελτηρίες είναι αναγκαίο να κάνουμε σήμερα μια αποτίμηση των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν εργαζόμενοι και επιχειρήσεις.

Ο απολογισμός της εποχής των μνημονίων μπορεί να συνοψιστεί στο ότι αποφύγαμε την καταστροφή και βελτιωθήκαμε σε αρκετούς τομείς, καταβάλλοντας όμως ένα ασύμμετρα υψηλό κόστος λόγω λανθασμένων επιλογών και αναποτελεσματικής διαχείρισης. Προφανώς έχουν γίνει πολλά. Πολλά περισσότερα, όμως, απομένουν να γίνουν.

Σταχυολογώντας τις σημαντικότερες παρεμβάσεις, όσον αφορά τη δημοσιονομική εξυγίανση, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την καλύτερη εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας, χάρη και στη συμβολή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων και στις μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό σύστημα και στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Στον τομέα της χρηματοοικονομικής σταθερότητας, οι τράπεζες έχουν επαρκώς ανακεφαλαιοποιηθεί και, με νέα συστήματα εταιρικής διακυβέρνησης, δραστηριοποιούνται στη μείωση των κόκκινων δανείων. Η οικονομία ανακάμπτει καθώς απελευθερώνονται οι αγορές και αναδιαρθρώνεται η λειτουργία τους, ενώ οι ιδιωτικοποιήσεις βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον, στηρίζοντας την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Οσα έχουν γίνει, με λιγοστές εξαιρέσεις, δεν συνιστούν, δυστυχώς, ολοκληρωμένες παρεμβάσεις. Ως εκ τούτου, η συμβολή τους στην αλλαγή του νέου αναπτυξιακού προτύπου της χώρας είναι πενιχρή και δεν αλλάζει ριζικά τις δομές στην οικονομία της Ελλάδας. Απαιτείται, συνεπώς, συνέχιση και εμβάθυνση των μεταρρυθμίσεων ώστε να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητά τους, για να δημιουργηθεί πολύ ταχύτερα το φιλοεπενδυτικό εκείνο κλίμα που έχει ανάγκη η χώρα, ώστε να μη διώχνει, αλλά να προσελκύει τους επενδυτές. Διότι, μόνο έτσι, μπορεί να επιταχυνθούν σημαντικές επενδύσεις σε πάγια που αυξάνουν την παραγωγικότητα και που είναι και η βάση για την άνοδο των εισοδημάτων και της απασχόλησης.

Σε κάθε περίπτωση:

1. Η αναπτυξιακή δυναμική παραμένει ασθενής, με την παραγωγικότητα της Ελλάδας να μειώνεται συνεχώς από το 2008, και να μην ξεπερνάει σήμερα το 50% της παραγωγικότητας των προηγμένων χωρών του κόσμου (ΟΟΣΑ).

2. Το τραπεζικό σύστημα αδυνατεί να στηρίξει την ανάκαμψη της οικονομίας, καθώς το θεσμικό πλαίσιο εξυγίανσης του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών και αναδιάρθρωσης των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων είναι εξαιρετικά δυσκίνητο και αναποτελεσματικό.

3. Η δημόσια διοίκηση εξακολουθεί να παρεμποδίζει παρά να διευκολύνει την επιχειρηματική δραστηριότητα, καθώς προσπαθεί με μεγάλο κόστος για την κοινωνία, να διατηρήσει τα προνόμιά της.

4. Το ενδεχόμενο ξήλωμα των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας δυναμιτίζει τις προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας, ιδιαίτερα αν επικρατήσει η λανθασμένη άποψη ότι η βιώσιμη ανάπτυξη μπορεί να στηριχθεί όχι τόσο στην αύξηση της προσφοράς μέσω ανταγωνιστικότητας και κερδοφόρων επενδύσεων αλλά στην αύξηση της ζήτησης μέσω πολιτικών αναδιανομής του εισοδήματος.

5. Το φορολογικό σύστημα παραμένει αντιαναπτυξιακό, με τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές να οδηγούν τη μικρομεσαία οικονομική δραστηριότητα στην παραοικονομία (φοροδιαφυγή, λαθρεμπόριο, αδήλωτη εργασία, κ.ο.κ.), δημιουργώντας αντικίνητρα στη μεγέθυνση των επιχειρήσεων. Οι μεγάλες και οργανωμένες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν πλέον ένα δυσβάσταχτο μη μισθολογικό κόστος, λόγω των υψηλών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και της υπερπροοδευτικότητας της φορολογίας, με εταιρική φορολογία από τις υψηλότερες στον κόσμο, και στρέφουν επενδυτικά κεφάλαια αλλά και στελέχη υψηλής εξειδίκευσης, μακριά από την πατρίδα μας.

6. Το συνταξιοδοτικό σύστημα είναι μη ανταποδοτικό, με τους νέους ασφαλισμένους να μη γνωρίζουν τη σύνταξη που θα πάρουν, και με τις εισφορές τους να ενσωματώνονται στα γενικά φορολογικά έσοδα, και όχι να επενδύονται σε συνταξιοδοτική αποταμίευση. Αλλά και με τους συνταξιούχους να απειλούνται με συνεχή συρρίκνωση των συντάξεών τους.

Οσον αφορά τις τρέχουσες εξελίξεις και προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, το ΑΕΠ ανακάμπτει αργά με μοχλό, κατά πρώτο λόγο, τις εξαγωγές αγαθών (γεωργία και βιομηχανία) και υπηρεσιών (τουρισμός), λόγω της ισχυρής εξωτερικής ζήτησης που συνοδεύει την παγκόσμια ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας.

Κατά δεύτερο λόγο, ανακάμπτουν και οι ιδιωτικές επενδύσεις, με χαμηλούς ρυθμούς όμως, αναντίστοιχους με τις ανάγκες της χώρας για ουσιαστική βελτίωση του επιπέδου ζωής μετά την τραυματική εμπειρία της προσαρμογής και της τεράστιας ύφεσης που τη συνόδευσε.

Η ανάκαμψη αυτή βασίζεται σε ένα παραγωγικό πρότυπο σχετικά χαμηλού βαθμού εξωστρέφειας, με αποτέλεσμα η άνοδος των εισαγωγών να ανακόπτει την αναπτυξιακή ορμή της οικονομίας. Τέλος, και το κυριότερο, η ιδιωτική κατανάλωση αλλά και η καταναλωτική εμπιστοσύνη, παραμένουν στάσιμες, με την αύξηση της απασχόλησης να μην μπορεί να συμβάλει στην αύξηση των αμοιβών, καθώς το διαθέσιμο εισόδημα και η εγχώρια ζήτηση είναι σε χαμηλό επίπεδο.

Οι μεσοπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές δεν επιτρέπουν ενθουσιασμό, καθώς η χώρα έχει συμφωνήσει σε μια σφιχτή δημοσιονομική πολιτική υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, με περαιτέρω περικοπές συντάξεων και μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση μέσω της μείωσης του αφορολογήτου, εάν δεν καταστεί δυνατή η λήψη αντισταθμιστικών μέτρων. Πέραν τούτου, το μεσοπρόθεσμο, στο οποίο ενσωματώνεται το αναπτυξιακό σχέδιο της κυβέρνησης, προβλέπει σχετικά χαμηλούς αναπτυξιακούς και επενδυτικούς ρυθμούς (2,2% και 8,7% ετησίως κατά μέσον όρο αντιστοίχως), με τις καθαρές εξαγωγές να παραμένουν στάσιμες, χωρίς δηλαδή να επιδιώκεται αύξηση του βαθμού εξωστρέφειας της οικονομίας.

Τέλος, η μεγαλύτερη ίσως πρόκληση είναι η διασφάλιση της απαιτούμενης πολιτικής σταθερότητας, από την οποία επηρεάζονται καθοριστικά τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας. Οι επερχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις δεν επιτρέπεται να οδηγήσουν σε ακυβερνησία, σε μια περίοδο που η οικονομία και οι επενδυτές ζητούν σταθερότητα και εμπιστοσύνη. Επιβάλλεται, συνεπώς, να διασφαλιστεί πάση θυσία η πολιτική σταθερότητα, με βάση το μακροχρόνιο εθνικό συμφέρον και όχι τον βραχυπρόθεσμο στοιχηματισμό πολιτικών κομμάτων ή προσώπων.

Η χώρα μας βγαίνει από τα μνημόνια πιο ανταγωνιστική, αλλά φτωχότερη. Με την ευκαιρία να αντιμετωπίσει ένα απαιτητικό μέλλον στηριζόμενη κυρίως στις δικές της δυνάμεις. Είναι καθοριστικής σημασίας να αποδείξει ότι βγαίνει και σοφότερη. Με την ικανότητα να μετουσιώσει όλες τις οδυνηρές εμπειρίες σε σύνεση και συνεργασία. Να πείσει τη διεθνή επενδυτική κοινότητα για τη δέσμευσή της στην ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων και στη δημιουργία ενός ιδιαίτερα φιλοεπενδυτικού περιβάλλοντος. Να προσελκύσει το απαραίτητο ύψος και μείγμα επενδύσεων που θα ξαναβάλουν την οικονομία σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης και θα εξασφαλίσουν δουλειά και ευημερία στους πολίτες. Και κυρίως, να αποτρέψει κάθε πιθανότητα πισωγυρίσματος και κάθε σενάριο πολιτικής αστάθειας που θα μεταφραστεί αμέσως σε αυξημένα επιτόκια, απρόθυμους επενδυτές, ανακοπή της ανάπτυξης, μείωση του εθνικού αποτυπώματος και νέα περίοδο περιδίνησης και μιζέριας.

Επιχειρηματικός κόσμος, εργαζόμενοι, πολίτες και πολιτικοί είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι για μεταρρυθμίσεις, επενδύσεις, πολιτική σταθερότητα και εθνική συνεννόηση, που θα επιτρέψουν την αξιοποίηση των θυσιών που έγιναν τόσα χρόνια και θα διασφαλίσουν ένα καλύτερο μέλλον για όλους μας.

* Ο κ. Θεόδωρος Φέσσας είναι πρόεδρος του ΣΕΒ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *