Πώς γεννήθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος


Είχε το αποκλειστικό εκδοτικό προνόμιο χαρτονομισμάτων στην Ελλάδα από το 1928 έως την εισαγωγή του ευρώ το 2002 και ήταν υπεύθυνη για τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής της χώρας. Σήμερα είναι μέτοχος της της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με μερίδιο 2,0564%.

Ο λόγος βεβαίως για την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία άρχισε τη λειτουργία της σαν σήμερα, 14 Μαΐου 1928. Πώς γεννήθηκε όμως;

Η πρόταση της Κοινωνίας των Εθνών

Μέχρι την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος, τις λειτουργίες κεντρικής τράπεζας ασκούσε η μεγαλύτερη εμπορική τράπεζα της χώρας, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία είχε ιδρυθεί το 1841 και βαθμιαία είχε αποκτήσει μονοπώλιο επί του εκδοτικού προνομίου. Ωστόσο η Κοινωνία των Εθνών έκρινε ότι υπήρχε ασυμβίβαστο για την άσκηση δημόσιας εξουσίας, όπως η έκδοση του χαρτονομίσματος, παράλληλα με τη δραστηριότητα εμπορικής τράπεζας. Έτσι πρότεινε την ΄ίδρυση μίας ξεχωριστής κεντρικής τράπεζας.

Η Τράπεζα της Ελλάδος ιδρύθηκε έτσι το 1927 επί Προεδρίας της Δημοκρατίας του Παύλου Κουντουριώτη και Πρωθυπουργίας του Αλεξάνδρου Ζαΐμη με τον Νόμο 3423/7-12-1927/ΦΕΚ Α’ 298 με βάση το άρθρο 4 του από 15/9/1927 Πρωτοκόλλου της Γενεύης, το οποίο υπεγράφη μεταξύ των Κυβερνήσεων Γαλλίας, Μ. Βρετανίας και Ιταλίας αφ’ ενός και της Κυβέρνησης της Ελλάδας αφ’ ετέρου για την έγκριση δανείου 9.000.000 στερλινών.

Οι 500 πρώτοι υπάλληλοι και τα υποκαταστήματα

Έναν χρόνο αργότερα, η Τράπεζα της Ελλάδος άρχισε τη λειτουργία της με προσωπικό 500 ατόμων. Στη συνέχεια άνοιξε έναν αριθμό Πρακτορείων και Υποκαταστημάτων κυρίως για την τροφοδότηση των τοπικών αγορών σε χαρτονόμισμα και για τη διενέργεια πληρωμών ή/και εισπράξεων για λογαριασμό του Δημοσίου.

Στη νέα, κεντρική, τράπεζα μεταβιβάστηκαν από την Εθνική Τράπεζα στοιχεία ενεργητικού (κυρίως χρυσός και ομόλογα του Δημοσίου) και παθητικού (το εκδοθέν χαρτονόμισμα και ιδίως οι καταθέσεις του Δημοσίου).

Όπως αναφέρεται στο ‘Aρθρο 4 του αρχικού Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος “κύριον καθήκον της Τραπέζης είναι η εξασφάλισις της σταθερότητος της εις χρυσόν αξίας των γραμματίων αυτής. Προς τον σκοπόν τούτον θα ρυθμίζη, εντός των ορίων του Καταστατικού αυτής, την κυκλοφορίαν και την πίστιν εν Ελλάδι”.

Το «σπίτι» της

Όπως διαβάζουμε στην επίσημη ιστοσελίδα της κεντρικής τράπεζας, στις 4 Απριλίου 1938 εγκαινιάστηκε το κεντρικό κτίριο επί της οδού Ελευθερίου Βενιζέλου (Πανεπιστημίου) 21. Μέχρι τότε είχε φιλοξενήθηκε στο κτίριο της Κτηματικής Τράπεζας (Πανεπιστημίου 28).

Το κεντρικό κτίριο της Τράπεζας (εμβαδού 6.025 μ2) βρίσκεται στην καρδιά της Αθήνας, στην οδό Ελευθερίου Βενιζέλου 21, και αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα έκφρασης ακαδημαϊσμού της αρχιτεκτονικής των δημοσίων κτιρίων στην Ελλάδα του μεσοπολέμου.

Το 1929 είχε προκηρυχθεί αρχιτεκτονικός διαγωνισμός στον οποίο απονεμήθηκαν έπαινοι στα σχέδια των αρχιτεκτόνων: Α Έπαινος: 1) Κ. Λάσκαρης και Δ. Τριποδάκης, 2) Εμ. Λαζαρίδης, 3) Β. Κασσάνδρας και Λ. Μπόνης. Β Έπαινος: 1) Α. Μαγιάσης, 2) Ι. Δεσποτόπουλος, 3) Εμ. Λαζαρίδης.

Τα προσχέδια της μελέτης επεξεργάστηκαν οι αρχιτέκτονες Ν. Ζουμπουλίδης και Κ. Παπαδάκης. Οι εργασίες ανέργεσης ξεκίνησαν το 1930 υπό την εποπτεία της νεοσυσταθείσας Τεχνικής Υπηρεσίας της Τράπεζας της Ελλάδος, με προϊστάμενο τον Κ. Παπαδάκη και τεχνικό σύμβουλο τον Ν. Ζουμπουλίδη.

Και το «χρύσωμά» του

Κατά τη θεμελίωση του κεντρικού καταστήματος της Τράπεζας στις 20 Νοεμβρίου του 1933, ο τότε Διοικητής της, Εμμανουήλ Τσουδερός, τηρώντας το έθιμο του “χρυσώματος” τοποθέτησε στα θεμέλια του κτιρίου, εντός κρυστάλλινου δοχείου, αρχαία νομίσματα από διάφορες ιστορικές περιόδους και περιοχές της χώρας: από την Κνωσσό της Κρήτης μέχρι την αρχαία Μακεδονία, χωρίς φυσικά να παραβλέψει το νόμισμα της αρχαίας Αθήνας με την απεικόνιση της Αθηνάς, η οποία αποτελεί σύμβολο της ίδιας της Τράπεζας. Τηρώντας το έθιμο του φυλαχτού που δίνουν στα νεογέννητα ο Εμμανουήλ Τσουδερός τοποθέτησε επίσης στο δοχείο ένα χρυσό βυζαντινό νόμισμα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.

Απέναντι από την είσοδο του κεντρικού θησαυροφυλακίου της Τράπεζας βρίσκεται ένα μικρό παρεκκλήσι και, εντοιχισμένη, μια ψηφιδωτή σύνθεση του Ιταλού καλλιτέχνη Amedeo Madellaro, βασισμένη στο έργο του ζωγράφου Αγήνωρα Αστεριάδη “Ο Άγιος Κωσταντίνος και η Αγία Ελένη”, με την οποία η Τράπεζα τίμησε τη χειρονομία του τότε Διοικητή της.

Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το κτίριο επεκτάθηκε αρχικά προς τις οδούς Ομήρου και Εδουάρδου Λω και αργότερα, τη δεκαετία του 1970, στην οδό Σταδίου, καταλαμβάνοντας έτσι ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο. Στο κτίριο προσετέθη ακόμη ένας όροφος το 1982.

Το 1989, με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού, το κτίριο χαρακτηρίστηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
 



Source link

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *