Ακης Σκέρτσος: Ασφαλιστικό: μεταρρυθμίσεων ανάβασις

Ακης Σκέρτσος: Ασφαλιστικό: μεταρρυθμίσεων ανάβασις 1

Ο νέος ασφαλιστικός νόμος, που ψηφίστηκε την περασμένη Πέμπτη, δέχθηκε κριτική από μερίδα αρθρογράφων με ειλικρινή εκσυγχρονιστική αγωνία, για έλλειψη μεταρρυθμιστικής φιλοδοξίας. Η κριτική αυτή αποτελεί μια υπόμνηση των δυσκολιών στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων στη χώρα μας. Διότι την ίδια στιγμή που οι δυνάμεις της αδράνειας, της συντήρησης και της οπισθοδρόμησης πολεμούν κάθε προσπάθεια μεταρρυθμιστικού έργου, φίλιες δυνάμεις το αντιστρατεύονται με λογική μαξιμαλιστική που οδηγεί σε νέα ρήγματα.

Παραβλέπουν, έτσι, τη δημοσιονομική πραγματικότητα αλλά και την υστέρηση, το μεγάλο κενό, που πρέπει να καλύψει η χώρα με στοχευμένες κυβερνητικές παρεμβάσεις σε πολλά πεδία ταυτόχρονα, χωρίς να δημιουργούνται νέα κοινωνικά μέτωπα, έπειτα από μία δεκαετία κρίσης και διχασμού.

Ας δούμε, όμως, αν υπάρχει πράγματι κάποια ανακολουθία μεταξύ αυτών που δεσμεύθηκε προεκλογικά και όσων υλοποιεί, ως κυβέρνηση, η Ν.Δ. Τέσσερις ήταν οι βασικές δεσμεύσεις ως προς το ασφαλιστικό σύστημα:

1. Βελτίωση της αρχιτεκτονικής του ασφαλιστικού, με βασικό άξονα την αποκατάσταση της ανταποδοτικότητας στη σχέση παροχών – εισφορών.
2. Εξορθολογισμός των κανόνων εισφορών των αυτοαπασχολουμένων.
3. Δραστική μείωση των εισφορών και του μη μισθολογικού κόστους της μισθωτής εργασίας.
4. Και, τέλος, εισαγωγή συμπληρωματικού κεφαλαιοποιητικού πυλώνα ασφάλισης για δικαιότερη διαγενεακή κατανομή των βαρών.

Οι δύο πρώτες έχουν ήδη γίνει πράξη. Με τον νέο ασφαλιστικό νόμο αποκαθιστούμε τη σχέση ανταπόδοσης εισφορών – παροχών που, κατά γενική ομολογία, είχε διαρραγεί. Βελτιώνουμε την ανταποδοτικότητα, ενισχύουμε την εμπιστοσύνη του ασφαλισμένου στο δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα και παρέχουμε ουσιαστικά κίνητρα επιμήκυνσης του εργασιακού βίου στο πλαίσιο της αποτελεσματικότερης αντιμετώπισης των επιπτώσεων της δημογραφικής γήρανσης.

Τα ποσοστά αναπλήρωσης συνδέονται με τον εργασιακό βίο και επιβραβεύουν με καλύτερες συντάξεις τους ασφαλισμένους που έχουν περισσότερα χρόνια εργασίας (από 30 χρόνια και πάνω). Οι αυξήσεις στα ποσοστά αναπλήρωσης δεν είναι οριζόντιες αλλά στοχευμένες. Διότι ο μόνος βιώσιμος τρόπος να αυξηθούν οι συντάξεις είναι η δημιουργία πολλών και καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας, και η επιμήκυνση του ασφαλιστικού βίου.

Αυτό επιτυγχάνεται εντός της ίδιας δημοσιονομικής περιμέτρου. Χωρίς να επιβαρύνεται δηλαδή ο κρατικός προϋπολογισμός και η συνταξιοδοτική δαπάνη με νέες υποχρεώσεις. Αλλωστε η αναλογιστική μελέτη που κατατέθηκε στη Βουλή καταγράφει προοπτικά τη μεσοσταθμική μείωση της δαπάνης για συντάξεις στο 12,2% έως το 2060.

Με τον νέο νόμο εισάγουμε, επιπλέον, το σύστημα ελεύθερης επιλογής κλάσεων στις εισφορές των αυτοαπασχολουμένων. Αποσυνδέουμε δηλαδή τις εισφορές από το εισόδημα και αντικαθιστούμε το τοξικό σύστημα του προηγούμενου νόμου.

Κάποιοι εξέλαβαν το νέο σύστημα ως μεροληπτική πολιτική υπέρ των αυτοαπασχολουμένων και εις βάρος της μισθωτής εργασίας. Μίλησαν για κατάλυση του ενιαίου χαρακτήρα του ασφαλιστικού και παραβίαση στοιχειωδών αρχών φορολογικής δικαιοσύνης. Θεμιτή η κριτική. Αγνοεί, ωστόσο, ότι ως επαγγελματική τάξη οι αυτοαπασχολούμενοι έχουν ουσιωδώς διακριτά χαρακτηριστικά από τους μισθωτούς. Χαρακτηριστικά που αναγνωρίστηκαν από το ΣτΕ και δικαιολογούν διαφορετική ασφαλιστική μεταχείριση χωρίς να εγείρονται ζητήματα παραβίασης της ισονομίας.

Για τον ίδιο λόγο, άλλωστε, το φορολογικό σύστημα αντιμετωπίζει τους αυτοαπασχολουμένους διαφορετικά –δυσμενέστερη κλίμακα χωρίς αφορολόγητο– από τους μισθωτούς, χωρίς αυτό να εκλαμβάνεται ως μεροληπτική πολιτική εις βάρος των αυτοαπασχολουμένων ή ως παραβίαση της αρχής της ισονομίας.

Η πολιτική αυτή συνιστά τομή διότι βασίζεται στην απλή αρχή ότι ο ασφαλισμένος πρέπει να αποταμιεύει περισσότερα για να απολαμβάνει καλύτερη σύνταξη. Επιπλέον, χάρη στη νέα φορολογική κλίμακα, ο ασφαλισμένος θα καταβάλλει λιγότερους φόρους και περισσότερες εισφορές, ώστε, τελικά, ως εργαζόμενος να έχει υψηλότερο διαθέσιμο καθαρό εισόδημα και ως συνταξιούχος να απολαμβάνει υψηλότερη σύνταξη.

Σε ό,τι αφορά τις άλλες δύο δεσμεύσεις, ήδη στον προϋπολογισμό του 2020 καταγράφεται η μείωση των εισφορών των μισθωτών. Χαμηλώνουμε το μη μισθολογικό κόστος κατά 0,9% από τον Ιούνιο 2020, για να τονώσουμε την αγορά εργασίας και την ανάπτυξη της οικονομίας. Για πρώτη φορά ύστερα από τρεις δεκαετίες, οι ασφαλιστικές εισφορές θα μειωθούν κάτω από 40%. Η μείωση των εισφορών της μισθωτής εργασίας κατά 5% έχει σημαντικό δημοσιονομικό κόστος, πολλαπλάσιο των αλλαγών στις εισφορές των αυτοαπασχολουμένων. Γι’ αυτό υλοποιείται σταδιακά, σε ορίζοντα τετραετίας, και χωρίς να θέτει σε κίνδυνο τη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος, καθώς η μείωση εστιάζεται στις μη ανταποδοτικές εισφορές που επιβαρύνουν δυσανάλογα τη μισθωτή εργασία.

Με την ολοκλήρωση του κύκλου των μειώσεων, οι μέσες εισφορές των μισθωτών θα έχουν μειωθεί περισσότερο από 10%. Ενώ η ποσοστιαία μείωση των μη ανταποδοτικών – φορολογικών εισφορών θα είναι πολύ μεγαλύτερη.

Σχεδιάζουμε, τέλος, προσεκτικά το επόμενο βήμα, την εμβληματική μεταρρύθμιση, την εισαγωγή κεφαλαιοποιητικού πυλώνα ασφάλισης. Αυτός θα προσφέρει στο ασφαλιστικό σύστημα μεγαλύτερη επάρκεια πόρων και παροχών, ώστε να αντεπεξέλθει μελλοντικά στις αναπόφευκτες πιέσεις της δημογραφικής γήρανσης. Πρόκειται για μεταρρύθμιση πολιτικά καινοφανή, καθώς δεν επιβάλλεται έξωθεν ούτε καν από αδιέξοδα και συσσωρευμένες αμαρτίες του υφιστάμενου συστήματος. Είναι μια σχεδιασμένη μεταρρύθμιση, με το βλέμμα στο μέλλον. Είναι η πρόνοια για την αντιμετώπιση προβλημάτων που θα εμφανιστούν σε 20-30 χρόνια.

Κατανοούμε εκείνους που αδημονούν, που ζητούν άλματα επειδή η χαμένη πενταετία του ΣΥΡΙΖΑ πήγε τη χώρα πολύ πίσω. Και χρειαζόμαστε την καλόπιστη, παραγωγική και εποικοδομητική κριτική όλων όσοι ονειρεύονται την Ελλάδα μια χώρα σύγχρονη, λειτουργική, τόπο ιδεώδη για να ζεις και να δημιουργείς. Εμείς, όμως, έχουμε υποχρέωση να σχεδιάζουμε σταθεροποιητικά, υπολογισμένα, κοστολογημένα βήματα παράλληλα σε πολλά μέτωπα, ώστε στο τέλος της τετραετίας η χώρα να έχει ένα ασφαλιστικό σύστημα σύγχρονο, δίκαιο και ανταποδοτικό.

* Ο κ. Ακης Σκέρτσος είναι υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *